ἐλάχεια

ἐλάχεια
ἐλαχύς
small
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἐλαχείας — Ἐλαχείᾱς , Ἐλαχείη fem acc pl Ἐλαχείᾱς , Ἐλαχείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχείας — ἐλαχείᾱς , ἐλαχύς small fem acc pl ἐλαχείᾱς , ἐλαχύς small fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαχύς — ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α) 1. λίγος 2. μικρός 3. βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw u , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός»,… …   Dictionary of Greek

  • λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”